μαϊμουδιάρης

μαϊμουδιάρης
ο
αυτός που εκπαιδεύει μαϊμούδες για να δίνουν παραστάσεις ώστε ο ίδιος να μαζεύει χρήματα (πρβλ. αρκουδιάρης): Ο μαϊμουδιάρης χτυπούσε το ντέφι για να χορέψει η μαϊμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαϊμουδιάρης — ο, θηλ. μαϊμουδιάρα αυτός που εκτρέφει και γυμνάζει πιθήκους με σκοπό να τούς εκμεταλλευθεί οικονομικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. μαϊμούδες + κατάλ. ιάρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”